- γύψωσις
- γύψ-ωσις, εως, ἡ,A plastering, Gp. 6 Arg.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γύψωση — η (Μ γύψωσις) [γυψώ] επάλειψη με γύψο νεοελλ. 1. προσθήκη γύψου στο κρασί για να είναι διαυγές και να συντηρείται καλύτερα 2. επίδεση με γύψινο επίδεσμο κατάγματος ή εξάρθρωσης 3. προσθήκη γύψου στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών … Dictionary of Greek
γυψώσεως — γυψώσεω̆ς , γύψωσις plastering fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)